Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Ο μικρός Αλέξης

Μετά την μάχη ο αρχηγός
στο πόπολο μιλάει
και κείνο  τον επευφημεί
και τον χειροκροτάει.

Της νίκης πρωτομάστορας
και της επιτυχίας,
πλέει, με τους συντρόφους του,
σε πέλαγα ευτυχίας...


Δονείται η  ατμόσφαιρα,
τρέμει  η Γη και σειέται,
όλα τριγύρω λάμπουνε
κι αυτός το ‘φχαριστιέται.

Το πρόσωπό του όλο χαρά
τα χείλη του γελάνε
ούτ’  έρπης και σκασίματα,
αυτά περάσαν, πάνε.

Τότε τα λόγια τα παχιά
πήγε να κάνει πράξη,
ήταν αρχή δεν ήξερε
γι αυτό είχε πλαντάξει.

Ώρες πολλές, δεκαεπτά,
τον είχανε στριμώξει,
για να τ’ αλλάξουνε μυαλά  
και τους «κακούς» να διώξει.
Όπως του τα ζητήσανε
γίνανε όλα έτσι,
γι αυτό από τότε αρκετοί
τον λένε «κομανέντσι».

Μα όπως κι αν τον λεν αυτοί
εκείνο που μετράει,
που ο κόσμος τον επευφημεί
και τον χειροκροτάει.

Όπως το πλήθος χαιρετά
απ την εξέδρα πάνω,
έρχεται βλέπει ένας χοντρός
που μοιάζει με τον Πάνο.

Αυτός θα είναι.  Ναι, ακούει
την βροντερή φωνή του,
το «κουνουπίδι»  έχοντας
όπως συχνά  μαζί του.

Μια δρασκελιά κι ανέβηκε
πέφτει στην αγκαλιά του
και νιώθει τον ιδρώτα του
και τα θερμά φιλιά του.

Είδες του λέει, Αλέξη μου,
έγινε όπως είπα,
σου ‘μαθα όλα τα δεξιά
να κάνεις δίχως τσίπα.

Όσο και να τον πάει κανείς
ή να μην τον πηγαίνει,
είναι αλήθεια ο μικρός

πως γρήγορα μαθαίνει.