«Το κράτος είναι ανύπαρκτο
και κάποιοι καίνε, σπάζουν,
οι μπάτσοι είναι ανήμποροι
κι από μακριά κοιτάζουν.
Λεβέντες, παλικάρια μου
σήμανε πια η ώρα,
να πάρουμε στα χέρια μας
τον νόμο πρέπει τώρα.
Μας το ζητάει ο λαός
γι αυτό πρέπει να γίνει,
εμείς να αποδώσουμε
Την ώρα που τους μίλαγε
κι ανέλυε το θέμα,
κάτι τρελό κι αλλόκοτο
φαινότανε στο βλέμμα.
Όμως οι υποτακτικοί
το είχανε ραμμένο,
γιατί έβλεπαν τον αρχηγό
σφόδρα αγριεμένο.
Αυτό που δεν κατάλαβα
σαν έλεγε πολίτες,
κάποιους νοούσε αόριστα
ή μήπως χρυσαυγίτες;
Γιατί κομμάτι δύσκολο
να μπούνε σε μπουλούκι,
ανθρώποι απλοί, φιλήσυχοι
και να γενούν τραμπούκοι.
Για φανταστείτε την σκηνή
του Μπέου η κουστωδία,
μαζί με αντεξουσιαστές
σε μια κοινή πορεία.
Κι όταν θ’ αρχίσουν οι «ψιλές»
να τους φωνάζει: «ορμάτε,
απάνω τους ανδρείοι μου,
αλύπητα βαράτε».
Κι έτσι να παίζουν οι χοντροί,
οι σύμβουλοι τσιράκια,
κυνηγητό μ’ αναρχικούς
στου Βόλου τα σοκάκια.
Αυτοί οι κουτσαβάκηδες
δεν γίνεται στην πράξη,
με βία να επιβάλουνε
τον νόμο και την τάξη.
Και όσο για το παίνεμα,
τις δυνατές σφαλιάρες,
αυτά είναι ηλιθιότητες
μεγάλες χαζομάρες.
Εάν παιχτούν βίας σκηνές
αυτό είναι σχιζοφρένεια
και νιώθω ανατριχίλα.
άλικος