Κάθε που είναι εκλογές
δεν ξέρω τι παθαίνω
κι αυτούς τους στίχους του Σουρή
πάντα στον νου μου φέρνω
δεν ξέρω τι παθαίνω
κι αυτούς τους στίχους του Σουρή
πάντα στον νου μου φέρνω
«Τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά
και τα σκατά λιβάνι
οι γύφτοι γίναν δήμαρχοι
κι οι κλέφτες καπετάνιοι»
και τα σκατά λιβάνι
οι γύφτοι γίναν δήμαρχοι
κι οι κλέφτες καπετάνιοι»
Μετά στις σκέψεις χάνομαι
δεν ξέρω πως συμβαίνει,
μα ότι δω να γίνεται
πάντα στο τέλος βγαίνει
δεν ξέρω πως συμβαίνει,
μα ότι δω να γίνεται
πάντα στο τέλος βγαίνει
Είδα λοιπόν έναν χοντρό
να φεύγει απ την πόλητον είχαν πάρει στο κοντό
ένα σωρό διαβόλοι.
Δυο γόβες ψηλοτάκουνες
συνέχεια τον χτυπάνε
κι αυτός, φτερά τα πόδια του,
στο χώμα δεν πατάνε.
συνέχεια τον χτυπάνε
κι αυτός, φτερά τα πόδια του,
στο χώμα δεν πατάνε.
Ούτε στιγμή δεν σταματά
ανάσα για να πάρει,
γιατί ξοπίσω ερχότανε
τρεις τέσσερις φαντάροι.
ανάσα για να πάρει,
γιατί ξοπίσω ερχότανε
τρεις τέσσερις φαντάροι.
Ακολουθούν αυστριακοί,
όχι ρεμπέτ ασκέρι,
μα οργανωμένα πού ‘θελαν
για να του βάλουν χέρι.
όχι ρεμπέτ ασκέρι,
μα οργανωμένα πού ‘θελαν
για να του βάλουν χέρι.
Το σκάει ο σαχλόμαγκας
όπως το σκαν οι κότες,
γιατί πιο πίσω απ’ αυτούς
ερχότανε Νικιώτες.
όπως το σκαν οι κότες,
γιατί πιο πίσω απ’ αυτούς
ερχότανε Νικιώτες.
Τώρα, αυτοί που κάποτε
του ‘δωσαν την κουτάλα,
εάν τον πιάναν θα ‘φτυνε
της μάνας του το γάλα.
του ‘δωσαν την κουτάλα,
εάν τον πιάναν θα ‘φτυνε
της μάνας του το γάλα.
Γιατί ότι κάνει ως γνωστόν
η γίδα στο πουρνάρι,
έρχεται η ώρα να το βρει
κι η ίδια στο τομάρι.
η γίδα στο πουρνάρι,
έρχεται η ώρα να το βρει
κι η ίδια στο τομάρι.
Το τρέξιμο δεν σταματά,
σηκώνεται σαν πέφτει,
γίνεται Λούης και καπνός
λες και του βάλαν νέφτι.
σηκώνεται σαν πέφτει,
γίνεται Λούης και καπνός
λες και του βάλαν νέφτι.
Ότι στον ύπνο είδα χθες
την Κυριακή το βράδυ
φίλοι μου θάβγει αληθινό…
Τέρμα πια το σκοτάδι.
την Κυριακή το βράδυ
φίλοι μου θάβγει αληθινό…
Τέρμα πια το σκοτάδι.