Σφοδρές εντάσεις είχαμε,
κόντρες, λογομαχίες
κι όσο κι αν είν’ παράξενο
μέχρι λιποθυμίες!
Κι αφού γινόταν τζερτζελές
και ανακατωσούρα
κατέφθασε κι ο μαϊντανός
με περισσή πρεμούρα.
Αυτός ντε ο βρομόστομος
που δέκα χρόνια τώρα
ότι του έρθει τσαμπουνά
και όποιον πάρει η μπόρα.
Χοντρός, φαλάκρας, γέροντας,
κακοδεμένος μπόγος
με έξω τα πουκάμισα
κι αυτά δεν είναι ψόγος.
Ξάφνου περνά από δίπλα του
ένα άτι, μια γοργόνα
και μένει στήλη άλατος
σαν μια παγοκολόνα.
Αυτή τα πλήθη χαιρετά
και τα καλημερίζει
κι αυτός απ’ την κακία του
μέσα απ’ τα δόντια βρίζει.
Κι όπως συμβαίνει δυστυχώς
σ’ αυτή την ηλικία
μες των ανθρώπων το μυαλό
υπάρχει τρικυμία.
Και τις νταρντάνες σαν περνούν
τις βλέπουνε μανάρια
κι όσα δεν φτάνει η αλεπού
τα κάνουν κρεμαστάρια.
Βλέπεις δεν θέλει και πολύ
να παινευτούν οι γέροι
και να φαντασιώνονται
ότι τους βάζουν… χέρι.
Έτσι κι αυτός φαντάστηκε
πως τον παρενοχλήσαν
κι όλοι σκεφτήκαν: Ξέφυγε;
Ή μπας τον αμολήσαν;
Πρέπει όλοι μας να δείξουμε
την επιείκειά μας
γιατί μπορεί να μας συμβεί
και στα γεράματά μας.