Θυμάστε
το παιχνίδι αυτό
με την
μικρή Ελένη,
που οι
φίλες δεν την παίζανε
κι
έκλαιγε η καημένη;
Την
κύκλωναν και γέλαγαν
κι αυτή για να μη σκάσει,
με μάτια
έπρεπε κλειστά
κάποια να βρει να πιάσει.
Σκεφτείτε
να συμβαίνει αυτό...
σε
κάποιον και στην πράξη,
θα του
‘ρχεται απ το κακό
σίγουρα
να πλαντάξει.
Με
δίχως εναλλακτική
να μπει
στην θέση του άλλος,
θα
είναι ντέρτι αβάσταχτο
θα ναι
καημός μεγάλος
Θα
αισθάνεται σαν ψώριαρος
θα
ρίχνει μαύρο κλάμα
που θα
ναι μόνος στην γωνιά
κι όλοι
οι άλλοι αντάμα.
Εάν
συμβαίνει υψηλή
για να κατέχει
θέση,
θα ναι
σαν να «τον έχουνε
με
Κάιρο συνδέσει».
Θα
νιώθει υπό διωγμό,
πως
είναι σε ομηρία,
δετός
καλά πισθάγκωνα,
υπό επιτροπεία.
Το
τελευταίο είναι βαρύ
κανένας
δεν το θέλει,
μόνο να
το σκεφτεί κανείς
γίνεται
σαν κουρέλι
Εκτός
εάν όλους αυτούς
κάποιος
με το μυαλό του
τους
βγάλει σκάρτους και υμνεί
μόνο
τον εαυτό του.
Κι αντί
να αναρωτηθεί
τι
τρέχει, τι συμβαίνει,
τα
παίρνει όλα αμπάριζα
κι όλο μονάχος
μένει.
Προβλέψιμος,
ρηχός, κενός
που
όταν παίρνει φόρα
σαν
τενεκές ξεγάνωτος
κυλά
στην κατηφόρα.
Δεν
παίζεται και μ’ όλα αυτά
που
λέει και που κάνει,
τον
αγνοούνε όλοι τους
προτού
να τους τρελάνει.
Οι
γραμματείς, οι υπουργοί
και
τώρα τελευταίως
ακόμα
και οι θυρωροί
όταν
ακούνε Μπέος.
άλικος