Είχε προχθές, μου είπανε,
σκοπό να παρελάσει,
η ομάδα η Δημοτική
να μας διασκεδάσει.
Αντί όμως να έχουμε
το «φάτε μάτια ψάρια»,
ανοίξανε οι ουρανοί
και έριχνε καντάρια.
Το σώσε θα γινότανε
κάτω στην παραλία,
κι ακούστε το τι χάσαμε,
κρίμα και αμαρτία.
Ο Μπέος θα ‘τανε τζουκ μποξ,
πρώτος θα προχωρούσε
και αμανέ κλαψιάρικο
θα σιγοτραγουδούσε:
«Άδικα με κατηγορούν
αμάν-αμάν, Πουλάκη,
οι ψευτοκουλτουριάρηδες
πως είμαι φασιστάκι».
Πίσω ακριβώς θα βρίσκοταν
αντί για μαζορέτα,
ο νέος μας ο Δήμαρχος,
ο Θάνος, μαριονέτα.
Από κοντά σαν Λαμπραντόρ,
ο Χρήστος, στην γωνία,
κρατώντας από τον λαιμό
του Δήμου τον ταμία.
Ο Απόστολος ο νερουλάς
δίπλα να καμαρώνει,
ντυμένος Διμηνιώτικο
και ζουμερό πεπόνι.
Θα ακολουθούσαν Γιώργηδες
σαν μπαγλαμάς ο Σουίπας
και με χλαμύδα ο Μουλάς
στωμύλος, παρλαπίπας.
Θα βλέπαμε απολαυστικά
Σταυρίδη, Πέγιο, Πράττο,
σε Latin να λικνίζονται,
θα πέφταμε όλοι κάτω
Η Καλογήρου, η Μποντού,
Καντόλα, Μορφογιάννη,
κι η Κότογλου θα είχανε
στη μέση τον Λιβογιάννη
Θα είχαμε χορούς κοιλιάς
και συρτοτσιφτετέλια,
θα ήτανε φανταστικά,
θα σκάζαμε απ’ τα γέλια.
Άδικος που ‘ναι ο Θεός
αντί χαρά να δώσει,
έβρεξε, μ’ αποτέλεσμα
το σόου να ματαιώσει.