-Άκουσα ορέ, ότι στην Γη
εχτές οι απόγονοί μας
και παρελάσεις και γιορτές
κάνανε προς τιμή μας.
-Πες μας, τι άλλο έμαθες
Ρήγα, για την πατρίδα,
γιατί ένα όνειρο κακό
σαν εφιάλτη είδα.
-Διάκο μου, τι να πρωτοπώ
τι να σας μολογήσω,
κουβέντα ας αλλάξουμε
μην σας στεναχωρήσω.
-Κρίνε ορέ Βελεστινλή
θα ήθελα να μάθω,
για κείνη με σουβλίσανε
τι πιο κακό να πάθω;
-Πες την αλήθεια την ωμή
όσο κι αν μας πληγώνεις,
πατρίδα είναι, μας πονά,
του λέει ο Κολοκοτρώνης.
-Καπεταναίοι μου, μπορεί
να ‘χετε περηφάνεια,
που την ζωή σας δώσατε
να λείψουν τα φιρμάνια.
Κι αν διώξατε όμως την Τουρκιά,
είχε πληγές να κλείσει
κι απ’ τους «μεγάλους» δανεικά
επήγε να ζητήσει.
Ποτέ της δεν στηρίχτηκε
εις τις δικές της πλάτες,
ένιωθε πάντοτε μικρή
και γύρευε προστάτες.
Τα δάνειά της να ξοφλά
λεν πως δεν καταφέρνει,
γι’ αυτό δεν είναι λεύτερη
την διαφεντεύουν ξένοι.
Τώρα με τα μνημόνια
δεν έχουνε να φάνε,
και κρατικά υπάρχοντα
συνέχεια πουλάνε.
Δουλειά δεν βρίσκουν τα παιδιά
και φεύγουν για τα ξένα,
ενώ όσοι μένουν έχουνε
τα πρόσωπα θλιμμένα.
Στα μέρη μου ο Δραμητινός
π.χ. θα ομολογήσει,
πως η υγεία σήμερα
τελείως τάχει φτύσει.
Άκουγαν οι οπλαρχηγοί
και με σκυφτό κεφάλι
κλάψαν για την πατρίδα τους
που ‘ναι σ’ αυτό το χάλι.