Ήμουνα λέει Αργοναυτών
κάτω στην παραλία,
όταν δυο τύποι ευτραφείς
προβάλλουν στην γωνία.
προβάλλουν στην γωνία.
Γνωστές φιγούρες και οι δυο
με πουκαμίσες έξω.
Σίμωσα. Μέγας πειρασμός.
Δεν μπόρεσα ν αντέξω.
Μιλούσαν μελιστάλαχτα,
«κύριε Αχιλλάκο»,
«αγαπητέ μου», «φίλτατε»,
«Γιαννάκο φιλαράκο»…
Με απορία και τους δυο
οι πιο πολλοί κοιτούσαν,
αυτοί όμως το βιολάκι τους
και δυνατά μιλούσαν:
-Κόψε μωρέ τις κριτικές
τα σου ξου μου ξου του σου
κάνε το πρέπον, το σωστό
κι όχι του κεφαλιού σου.
-Δύσκολο. Είμαι στέλεχος.
Ποτέ τέτοιο χατίρι.
Δεν είμαι ίσα κι όμοια
εγώ με τον Σωτήρη.
-Γιαννάκο μου ένα στέλεχος
τι πιο κακό να πάθει
αν τον περάσει ο γιατρός
κι ο Τρύφωνας του Στάθη;
-Να σαι πιο διαλεκτικός
την γλώσσα να μαζέψεις
να σαι σεμνός και ταπεινός
να ξεκαβαλικέψεις
-Ρε πας καλά; Η συνταγή
είναι πετυχημένη
και ανασταίνονται μ’ αυτή
ζόμπι και πεθαμένοι.
Τι πιο τρανό παράδειγμα
θέλεις από την Ζέτα;
Γι αυτό Γιαννάκο τα μυαλά
που έχεις αλλαξέτα.
Τόσοι και τόσοι πέρασαν
από το Δημαρχείο.
Έλεγα, θέλετε ευχή,
περάστε… απ τον θείο.
Βλέπεις ακόμα κι ο γιατρός
σου έχει βγάλει γλώσσα,
Θες κι άλλα παραδείγματα;
Πόσα να φέρω, πόσα; …
***
Ήταν απλά ένα όνειρο,
ο εφιάλτης όμως
είναι η πραγματικότητα,
γι αυτό με πιάνει τρόμος.