Νερό ως στον αστράγαλο,
τρεις πήχεις απ’ τον δρόμο,
μικρά κουτάβια αδύναμα
παλεύανε με τρόμο.
Υπήρχε φόβος να χαθούν,
να βγουν αδυνατούνε,
χρειάστηκε βοήθεια
εν τέλει να σωθούνε.
Διασώστες στα λασπόνερα
φτιάξανε «αλυσίδα»
και ξάφνου τον Αγοραστό
μέσα στο πλάνο είδα.
Έτρεξε για βοήθεια,
να δώσει ένα χεράκι,
μ’ απέξω, από την άσφαλτο,
μην βρέξει το μποτάκι.
Μάσκα, κουκούλα έβγαλε
όλοι για να τον δούνε,
κοιτάει και προς την κάμερα
να δει αν τον τραβούνε.
Μάλιστα σαν πλησίασε
άλλος να βοηθήσει,
με τρόπο τα κατάφερε
να τον αναμερίσει.
Φύγε του λέει, Χριστιανέ μ’
μην μου χαλάς το πλάνο,
θα πρέπει την διάσωση
μόνος μου να την κάνω.
Μόλις τα φώτα «σβήσανε»
πήγανε όλα στράφι
τα κουταβάκια βρέθηκαν
σε διπλανό χωράφι.
Όταν τους πήραν είδηση
τρέξαν να τα μπαλώσουν
και τις ευθύνες προσπαθούν
αλλού να τις φορτώσουν.
Μα δεν βαριέσαι, τελικά,
διάσωση έχει γίνει.
Αυτό που ‘ναι ζητούμενο
είναι το τι θα μείνει.
Θα μείνει ο Αγοραστός
από ετούτα όλα,
σαν τον carnation παλιά
που έσωζε την Λόλα !!!