Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Η σοσιαλίστρια

(γραμμένο στις 3 Σεπτέμβρη 2007)
Τον κόσμο όλο γύρισα,
ταξίδεψα για χρόνια.
Απόκαμα κάποια στιγμή
κι άραξα στα Λεχώνια.
Στίχους θλιμμένους Γαλλικούς
διάβαζα κάθε δείλι
κι ήταν τ’ αστέρια τ’ ουρανού
μοναδικοί μου φίλοι.

Έτσι περνούσε ο καιρός,
εγώ κι η μοναξιά μου.
Ώσπου μια μέρα ξαφνικά
σκίρτησε η καρδιά μου.
Είδα μια κόρη λυγερή
να τρέχει στους μπαξέδες
και ένα τσούρμο πίσω της
γιάπηδες και γιεγιέδες.
Τι όμορφη που ήτανε!
Όλο δροσιά και χάρη!
Κι είπα, αχ να ‘μουνα εγώ
αυτός που θα την πάρει.
Μα κείνη όλο έτρεχε,
χωρίς να σταματήσει,
σαν να θελε όλα γύρω της
για να τα πρασινίσει.
Ως και τον ήλιο πιο ψηλά
ήθελε ν’ ανεβάσει,
χωρίς ποτέ της να νοιαστεί
η ίδια τι θα χάσει.
Δεν μπόρεσα να κρατηθώ ,
την πήρα από πίσω.
«Κούκλα μου στάσου», φώναξα,
«θέλω να σου μιλήσω».
Για λίγο κοντοστάθηκε,
μα μου ‘ριξε ένα βλέμμα
τόσο αυστηρό, που πάγωσε
στις φλέβες μου το αίμα.
Κατάφερα την δύναμη
να βρω και να ψελλίσω,
ότι στο στόμα τρυφερά
θέλω να την φιλήσω.
-«Ποθώ τρελά τα χείλη σου
που στάζουν πάντα μέλι.
Ο έρωτας μου έριξε
κατάστηθα τα βέλη».
-«Μην με κολάζεις, να χαρείς,
θέλω να προχωρήσω,
το άδικο και το κακό
πρέπει να πολεμήσω.
Σταμάτα να με κυνηγάς»
και έβαλε τα γέλια
και μου ξεγλίστρησε ξανά,
όπως γλιστρούν τα χέλια.
Έδωσε μία δρασκελιά
για άγνωστα λημέρια
κι έμεινα στήλη άλατος,
με αδειανά τα χέρια.
Χάθηκε, εξαφανίστηκε,
προτού να την αγγίξω
και πριν τ’ αγνά αισθήματα
που έχω, να της δείξω.
Μέσ’ τους μπαξέδες τριγυρνώ
μήπως την συναντήσω.
Δεν θέλω έρωτες, φιλιά,
μόνο να της μιλήσω.
Ψάχνω κι απ’ την περιοχή
δεν το κουνάω ρούπι.
Ώσπου μαθαίνω βρίσκεται
στη Χαριλάου Τρικούπη.
Κίνησα, πήγα να την βρω
κι εκεί τα ίδια πάλι
μόλις μπροστά της βρέθηκα
κούνησε το κεφάλι.
-«Άκου» μου λέει» δεν γίνεται.
Εγώ ψυχή και σώμα,
για να σου δώσω δεν μπορώ,
τα έδωσα στο κόμμα.
Κι άλλοι πολλοί τα ζήτησαν
για να τους τα χαρίσω,
μα ‘γω τον σοσιαλισμό
θέλω να υπηρετήσω».
-«Δεν είναι, λέω, δυνατόν,
δεν φεύγω αφού σε βρήκα,
δώσ’ μου μια προκαταβολή,
έστω από την ‘προίκα’
Μείνε μονάχη αν το θες,
μα πες μου κλείνεις μάτι
όταν το βράδυ μόνη σου
ξαπλώνεις στο κρεβάτι;
Δεν πρέπει, πώς να σου το πω
κι άλλη βραδιά να σε βρει,
μόνη να ονειρεύεσαι
την τρίτη του Σεπτέμβρη.
Γεννήθηκες για έρωτα
και είναι αμαρτία
τζάμπα να χαραμίζεσαι
μόνο στα υπουργεία».
Σ’ όλο τον κόσμο γύρισα,
σ’ ολόκληρη την πλάση.
Στίχους θλιμμένους Γαλλικούς
πολλούς έχω διαβάσει.
Ένας καημός μ’ απόμεινε:
Κάθε μου επιθυμία
θα είναι στο περίμενε
κι άλλη τετραετία.
Την κέρδισε η πολιτική
κι απέμεινα στον άσσο,
απ’ τον καημό θα τρελαθώ
κι απ το κακό θα …σκάσω
“Mp” 08 09 07