Έφυγε απ’ την αφάνεια,
ένοιωθε στην μιζέρια.
και με ακατανόμαστο
εδώσανε τα χέρια
-Τρέξε, της είπε, χάνομαι,
βουλιάζω, βάλε πλάτες
ως τώρα έχω σίγουρους
μόνο τους Σπαρτιάτες
Δεν είναι μια δεν είναι δυο
είναι εκατοντάδες
τα πράγματα είναι δύσκολα
έχω χοντρούς μπελάδες.
Δεν θα με σώσει δυστυχώς,
ειν’ σοβαρός ο λόγος,
ούτε η σπαρτιάτισσα
ούτε η διεθνολόγος
Το δράμα του συμπόνησε
έτρεξε μάνι- μάνι
και του ‘πε μ’ αναφιλητά
ότι μπορεί θα κάνει
-Θα προσπαθήσω μεν, αλλά,
να ξέρεις οι Πασόκοι
σίγουρα φταίνε για πολλά
όμως δεν είναι στόκοι
-Κι εγώ θα κάνω υπόσχομαι
το κάθε σου χατίρι
Πλάι μου θα ‘σαι στις γιορτές,
θα διώξω τον Σωτήρη.
Να έχω λόγο κι άποψη,
θέλω, του λέει εκείνη,
σε κάθε μας εκδήλωση
που πρόκειται να γίνει.
Ξεχάστε Βίσση και Ρουβά
πάνε τα χρόνια εκείνα
στα πανηγύρια, στις γιορτές
θα φέρνουμε κλαρίνα.
Έτσι περίπου γίνεται
η συζήτηση εφ’ όλης
κι ας λένε στις δηλώσεις τους
«για το καλό της πόλης»
Μπορεί να τους προσάπτουνε
τα χίλια όσα μύρια
μα είναι, ασυναγώνιστοι
κι οι δυο στα πανηγύρια