Μία βδομάδα είμαστε
στο σπίτι κλειδωμένοι,
αφού η αναίτια κίνηση
είναι απαγορευμένη.
Εγώ με το στεφάνι μου
έχουμε κλείσει δύο
και είμαστε νυχθημερόν
ενώπιος ενωπίω.
Την Κυριακή σαν ξύπνησε
ήταν σαν να την «δέσαν»,
το βλέμμα και τα λόγια της
καθόλου δεν μ’ αρέσαν.
Ο ήλιος πριν καλά - καλά
ακόμα ανατείλει,
ρωτά για νέα κρούσματα
και πως πάει η «καμπύλη».
Πόσοι, μου λέει, οι νεκροί;
Πόσοι είναι μολυσμένοι;
Πόσοι είναι στην εντατική
διασωληνωμένοι;
-Ηρέμησε καρδούλα μου
πες μία καλημέρα,
βγες λίγο να προαυλιστείς
να πάρεις λίγο αέρα.
Ίντερνετ, τηλεόραση
σ’ έχουν επηρεάσει.
Είμαστε ακόμα στην αρχή,
ποιος ξέρει που θα φτάσει;
Γι’ αυτό όλα τα κλείνουμε
κι είναι το πρόγραμμά μας
ελεύθερο και κάνουμε
ότι τραβά η καρδιά μας.
Και πρώτα απ’ όλα μουσική.
Πες μου τι θες ν’ ακούσεις;
Το τι στον κόσμο γίνεται
δεν είναι της παρούσης.
Αργότερα θα βάλουμε
να δούμε μια ταινία,
τα όσα μας σερβίρουνε
είναι τρομολαγνεία.
Κάνα επιτραπέζιο,
κάνα καλό βιβλίο,
να μαγειρέψουμε μαζί
να πούμε κάνα αστείο.
Να πιούμε ένα ποτό μαζί
λίγο να σε φλερτάρω
και πρέπει αυτά
να γίνουνε
γουστάρω δεν γουστάρω
Αλλιώς λυπάμαι αλλά μαζί
με λοιμωξιολόγους
θα χρειαστούμε κι αρκετούς
ψυχιάτρους – ψυχολόγους
συνεχίζεται…